ναυκρατητικός

ναυκρατητικός
ναυκρᾰτ-ητικός, ή, όν,
A of or for victory at sea,

σημεῖον D.C.51.21

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναυκρατητικός — ναυκρατητικός, ή, όν (Α) αυτός που ταιριάζει σε νίκη τού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυκράτης + κατάλ. ητικός (πρβλ. ευεργετ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • ναυκρατητικά — ναυκρατητικός of neut nom/voc/acc pl ναυκρατητικά̱ , ναυκρατητικός of fem nom/voc/acc dual ναυκρατητικά̱ , ναυκρατητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκρατητικοῦ — ναυκρατητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκρατητικῷ — ναυκρατητικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”